- σκάντζα
- η, Ν [σκαντζάρω]1. ναυτ. α) αλλαγή, αντικατάστασηβ) μεταβολή τών ολκών ή πλαγιαστήρων ή τών προπόδων, ιδίως κατά τις αναστροφές2. φρ. «σκάντζα βάρδια»ναυτ. αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάντζα — η (λ. ιταλ.), αλλαγή βάρδιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάρδια — η 1. φρουρά 2. μέλος της φρουράς, σκοπός 3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» φρουρώ, είμαι σκοπός 4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια») 5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που… … Dictionary of Greek